- κοχλίδιον
κοχλίδιον, τό, dim. von κόχλος, kleine Schnecke, Sp. – Auch eine Art Wendeltreppe, wie κοχλίας.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κοχλίδιον, τό, dim. von κόχλος, kleine Schnecke, Sp. – Auch eine Art Wendeltreppe, wie κοχλίας.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κοχλίδιον — neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοχλιδίοις — κοχλίδιον neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοχλιδίου — κοχλίδιον neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοχλιδίων — κοχλίδιον neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοχλίδια — κοχλίδιον neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοχλάδι — και κοχλίδι και χοχλάδι και χοχλίδι, το (Α κοχλάδιον και κοχλίδιον) μικρός κοχλίας ή μικρός κόχλος νεοελλ. βότσαλο, κροκάλη. [ΕΤΥΜΟΛ. < κόχλος + υποκορ. κατάλ. άδι(ον), πρβλ. γλυκ άδι, κροκ άδι] … Dictionary of Greek
κοχλίδι — το (Α κοχλίδιον) βλ. κοχλάδι … Dictionary of Greek