- κοχλάδιον
κοχλάδιον, τό, = κοχλίδιον, Schol. Opp. Hal. 1, 138.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κοχλάδιον, τό, = κοχλίδιον, Schol. Opp. Hal. 1, 138.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κοχλάδια — κοχλάδιον neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοχλάδι — και κοχλίδι και χοχλάδι και χοχλίδι, το (Α κοχλάδιον και κοχλίδιον) μικρός κοχλίας ή μικρός κόχλος νεοελλ. βότσαλο, κροκάλη. [ΕΤΥΜΟΛ. < κόχλος + υποκορ. κατάλ. άδι(ον), πρβλ. γλυκ άδι, κροκ άδι] … Dictionary of Greek