κοφίνιον

κοφίνιον

κοφίνιον, τό, dim. zu κόφινος, K. S.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κοφίνιον — κοφίνιον, τὸ (AM) βλ. κοφίνι …   Dictionary of Greek

  • κοφίνιον — neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοφίνι — το (AM κοφίνιον) σκεύος από πλεκτά κλαδιά λυγαριάς ή καλαμιάς το οποίο χρησιμεύει για εναπόθεση και μεταφορά διαφόρων αντικειμένων, μεγάλο καλάθι, κόφινος νεοελλ. 1. κυψέλη μελισσών 2. φρ. «στο καλάθι δεν χωράει και στο κοφίνι περισσεύει» λέγεται …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”