- ζοφερότης
ζοφερότης, ητος, ἡ, Finsterniß, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ζοφερότης, ητος, ἡ, Finsterniß, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ζοφερότητα — η (Μ ζοφερότης) [ζοφερός] σκοτεινότητα, σκοτείνιασμα, ζόφος νεοελλ. μτφ. απελπισία, απαισιοδοξία … Dictionary of Greek