κλυδώνιον

κλυδώνιον

κλυδώνιον, τό, dim. von κλύδων, gelinder Wogenschlag, Eur. Hec. 48 Hel. 1225; bes. am Gestade, Brandung, Thuc. 2, 84. Uebertr., κἀμοὶ προςέστη καρδίας κλυδώνιον χολῆς Aesch. Ch. 181, ἐν εὐδίᾳ τε καὶ κλυδωνίου πολλαῖσι πληγαῖς Spt. 777.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κλυδώνιον — little wave neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλυδωνίοις — κλυδώνιον little wave neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλυδωνίου — κλυδώνιον little wave neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλυδωνίων — κλυδώνιον little wave neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλυδωνίῳ — κλυδώνιον little wave neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλυδώνια — κλυδώνιον little wave neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • INFORTUNIUM (per) suum — per INFORTUNIUM suum iurandi Veterum mos sollennis, indigitatur Stat. Theb. l. 6. v. 171. ubi Ino Palaemonis defuncti genitrix, per ego haec (inquit) primordia belli Cui peperi: sic aequa gemant mihi funera matres Ogygiae Ovid. item, Met. l. 7.… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • -ιος — ια, ιο(ν) η κατάλ. ιος (μαζί με τις επαυξημένες μορφές της) είναι μία από τις παραγωγικότερες τής ελλ. γλώσσας καθ όλη τη διάρκεια τής ιστορίας της. Συγκεκριμένα, μαρτυρούνται συνολικά 2.996 λέξεις σε ιος, εκ τών οποίων 295 είναι κοινές, 2.261… …   Dictionary of Greek

  • κλυδώνιο(ν) — το (AM κλυδώνιον) νεοελλ. ναυτ. κυματώδης κατάσταση τής θάλασσας ενδιάμεση μεταξύ τού επισάλου και τού κλύδωνα, κν. γερή φουρτούνα (μσν. αρχ.) συμφορά, ταραχή αρχ. 1. μικρός κλύδωνας 2. ανακίνηση, κύμανση 3. ελαφρά θραύση τών κυμάτων στην ακτή.… …   Dictionary of Greek

  • κλύδωνας — ο (AM κλύδων, ωνος, Μ και κλύδωνας και κλυδών, ῶνος) 1. κύμα 2. φουρτούνα, μεγάλη θαλασσοταραχή (α. «μή άποσπᾱσθαι ἀπὸ τῶν πετρῶν, ὅταν κλύδων ᾖ καὶ χειμών», Αριστοτ. β. «βοᾷ δὴ πόντιος κλύδων ξυμπίτνων στένει βυθός», Αισχύλ.) 3. πολιτική ή… …   Dictionary of Greek

  • κλυδωνίωι — κλυδωνίῳ , κλυδώνιον little wave neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”