- κουνίκουλος
κουνίκουλος, ὁ, dasselbe, Galen.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κουνίκουλος, ὁ, dasselbe, Galen.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κουνίκουλος — ο ζωολ. γένος τρωκτικών θηλαστικών τής οικογένειας dasyproctidae. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. cuniculus < λατ. cuniculus «κουνέλι»] … Dictionary of Greek
κούνικλος — και κουνίκουλος, ὁ (Α) κόνικλος*, κύνικλος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. cuniculus βλ. και λ. κουνέλι] … Dictionary of Greek