- κλυδασμός
κλυδασμός, ὁ, das Wogen-, Wellenschlagen, Strab. IV, 182 u. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κλυδασμός, ὁ, das Wogen-, Wellenschlagen, Strab. IV, 182 u. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κλυδασμός — ο (AM κλυδασμός) [κλυδάζομαι] 1. κλυδωνισμός* 2. ιατρ. κυματοειδής κίνηση τού υγρού που υπάρχει σε μια φυσιολογική ή παθολογική κοιλότητα τού σώματος και είναι αισθητή κατά την ψηλάφηση 3. ναυτ. ακανόνιστος κυματισμός τής θάλασσας ο οποίος… … Dictionary of Greek
κλυδασμοί — κλυδασμός surging of waves masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλυδασμοῦ — κλυδασμός surging of waves masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλυδασμῷ — κλυδασμός surging of waves masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ρεστία — η, Ν ωκεαν. ακατάστατος και ακανόνιστος κυματισμός, φαινόμενο ανάλογο με την αποθαλασσία, που εκδηλώνεται σε ορισμένους λιμένες με χαρακτηριστικό προσανατολισμό ως προς το πέλαγος, όταν σε αυτό επικρατεί κλύδωνας, η λεγόμενη χονδρή θάλασσα, αλλ.… … Dictionary of Greek