κλυδωνισμός

κλυδωνισμός

κλυδωνισμός, , dasselbe, Hdn. enim. p. 179.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κλυδωνισμός — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλυδωνισμός — ο (AM κλυδωνισμός) [κλυδωνίζομαι] το αποτέλεσμα τού κλυδωνίζομαι, ταρακούνημα («ὑπὸ τῶν τοῡ βίου κλυδωνισμῶν καταποντιζόμενοι») …   Dictionary of Greek

  • κλυδωνισμός — ο το ταρακούνημα του πλοίου από θαλασσοταραχή …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κλυδωνισμοῖς — κλυδωνισμός masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλυδωνισμῶν — κλυδωνισμός masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλυδωνισμῷ — κλυδωνισμός masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλυδωνισμόν — κλυδωνισμός masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εύσαλος — εὔσαλος, ον (Α) αυτός που έχει χώρους κατάλληλους (για διεξαγωγή εμπορίου). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + σάλος «κλυδωνισμός, θάλασσα»] …   Dictionary of Greek

  • κλυδασμός — ο (AM κλυδασμός) [κλυδάζομαι] 1. κλυδωνισμός* 2. ιατρ. κυματοειδής κίνηση τού υγρού που υπάρχει σε μια φυσιολογική ή παθολογική κοιλότητα τού σώματος και είναι αισθητή κατά την ψηλάφηση 3. ναυτ. ακανόνιστος κυματισμός τής θάλασσας ο οποίος… …   Dictionary of Greek

  • κλυδώνισμα — το (Α κλυδώνισμα) [κλυδωνίζομαι] κλυδωνισμός …   Dictionary of Greek

  • παραδαρμός — ο, ΝΜ [παραδέρω] περιπέτεια, δοκιμασία, ταλαιπωρία νεοελλ. πάλη με τα κύματα, κλυδωνισμός …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”