- γλυκερο-στάφυλος
γλυκερο-στάφυλος, süßtraubig, Opp. C. 1, 465.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
γλυκερο-στάφυλος, süßtraubig, Opp. C. 1, 465.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
καλλιστάφυλος — καλλιστάφυλος, ον (Α) αυτός που έχει ωραία σταφύλια. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι) * + στάφυλος (< σταφυλή), πρβλ. γλυκερο στάφυλος, μεγαλο στάφυλος] … Dictionary of Greek