- γλυκασμός
γλυκασμός, ὁ, das Süßmachen, Süßigkeit, LXX.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
γλυκασμός, ὁ, das Süßmachen, Süßigkeit, LXX.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
γλυκασμός — sweetness masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γλυκασμός — ο (AM γλυκασμός) [γλυκάζω] 1. γλυκύτητα 2. γλυκό κρασί μσν. νεοελλ. αγαλλίαση, χαρά («για τη Θεοτόκο: ὁ γλυκασμὸς τῶν ἀγγέλων») νεοελλ. ανακούφιση (αρχ. μσν.) 1. (για ευγλωττία) «ῥεῑθρα γλυκασμοῡ γλῶσσα βλύζει» (Γρηγ. Ναζ.) 2. (για την αλήθεια… … Dictionary of Greek
γλυκασμοί — γλυκασμός sweetness masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γλυκασμοῦ — γλυκασμός sweetness masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γλυκασμέ — γλυκασμός sweetness masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γλυκασμῶν — γλυκασμός sweetness masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γλυκασμῷ — γλυκασμός sweetness masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γλυκασμόν — γλυκασμός sweetness masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ՔԱՂՑՐՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 2 0976 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 6c, 10c, 11c, 12c գ. γλύκασμα, γλυκασμός dulcedo ἠδονή suavitas χρηστότης bonitas, benignitas. Քաղցր գոլն. անուշութիւն. համ ախորժ. համեղութիւն. համեղ իրք, զուարճութիւն.… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
ИОАНН ЛАСКАРЬ — [Пигонит, Сирпаган, Каломисид; греч. ᾿Ιωάννης ὁ Λάσκαρης, Πηγωνίτης, Συρπάγανος (Σηρπάγανος), Καλομισίδης] (2 я пол. XIV после 1425), визант. мелург и певчий. Имя И. Л. достаточно часто встречается в греч. певч. рукописях (самое раннее упоминание … Православная энциклопедия