- γλυκύ-μηλον
γλυκύ-μηλον, τό, Süßapfel, eine besondere Art Aepfel, Sp.; aeol. γλυκύμαλον Sappho frgm. 93 Bergk Lyr. Gr. ed. 2; bei Theocr. 11, 39 Liebkosungswort.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
γλυκύ-μηλον, τό, Süßapfel, eine besondere Art Aepfel, Sp.; aeol. γλυκύμαλον Sappho frgm. 93 Bergk Lyr. Gr. ed. 2; bei Theocr. 11, 39 Liebkosungswort.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μελίμηλον — μελίμηλον, τὸ (ΑM) μσν. γλυκό μήλο, καρπός μηλιάς που έχει εμβολιαστεί σε κυδωνιά αρχ. 1. είδος πρώιμης απιδιάς και ο καρπός της 2. ηδύποτο που παρασκευαζόταν από καρπούς απιδιάς. [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλι + μῆλον (πρβλ. γλυκύ μηλον, κιτρό μηλον)] … Dictionary of Greek