- πρῆστις
πρῆστις, ἡ, = πρίστις, w. m. s.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πρῆστις, ἡ, = πρίστις, w. m. s.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πρήστις — ἡ, Α (δ. γρφ·) βλ. πρίστις … Dictionary of Greek
ναύπρηστις — ναύπρηστις, ἡ (Α) αυτή που καίει πλοία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ναῦς «πλοίο» + πρηστις (< θ. πρη τού πίμπρημι, πρβλ. αόρ. πρῆ σαι), πρβλ. βού πρηστις, κυνό πρηστις] … Dictionary of Greek
κυνόπρηστις — ή κυνόπριστις, ιδος, ἡ (Α) δηλητηριώδες σκαθάρι τού οποίου το δάγκωμα είναι θανατηφόρο για τα σκυλιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < κυν(ο)* + πρηστις (< θ. πρη τού πίμπρημι πρβλ. αόρ. πρή σαι), πρβλ. ναύ πρηστις] … Dictionary of Greek
πίμπρημι — Α 1. πυρπολώ, βάζω φωτιά σε κάτι (α. «πρῆσε δὲ πυρὸς θύρετρα», Ομ. Ιλ. β. «ἠθέλησε πυρὶ πρῆσαι κατ ἄκρας», Σοφ. γ. «πρήσω πόλιν», Αισχύλ.) 2. φλεγμαίνω, έχω φλεγμονή («πίμπρησι δὲ χείλη», Νίκ.) 3. πρήθω*. φυσώ και φουσκώνω κάτι, προκαλώ φούσκωμα… … Dictionary of Greek
πρίστις — και πρῆστις, ήστεως, Α 1. το ψάρι πρίστης 2. είδος πολεμικού πλοίου που ονομάστηκε έτσι πιθ. επειδή το σχήμα του έμοιαζε με πριόνι 3. είδος ποτηριού που έμοιαζε με πριόνι 4. χειρουργικό πριόνι 5. εργαλείο λιθοξόου. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρίω «πριονίζω»… … Dictionary of Greek