- γλυκυ-φαγία
γλυκυ-φαγία, ἡ, das Essen von Süßigkeiten, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
γλυκυ-φαγία, ἡ, das Essen von Süßigkeiten, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ταχυφαγία — η, ΝΜ το να τρώει κανείς γρήγορα και σχεδόν χωρίς να μασάει την τροφή. [ΕΤΥΜΟΛ. < ταχυ * + φαγία (< φάγος < θ. φαγ τού ἐσθίω, πρβλ. αόρ. β ἔ φαγ ον), πρβλ. γλυκυ φαγία] … Dictionary of Greek