γλυκυσίδη

γλυκυσίδη

γλυκυσίδη, , Päonie, Theophr., Nic. Th. 940 u. sonst. Vgl. Ath. III, 76 f aus Plat. com.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • γλυκυσίδη — γλυκυσίδη, η (Α) το φυτό παιωνία*, πηγούνια. [ΕΤΥΜΟΛ. < γλυκύς + σίδη «γένος φυτών»] …   Dictionary of Greek

  • γλυκυσίδη — peony fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γλυκυσίδην — γλυκυσίδη peony fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γλυκυσίδης — γλυκυσίδη peony fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γλυκ(ο)- — και γλυκύ πρώτο συνθετικό λέξεων τής αρχαίας (γλυκύ ), μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής από το επίθετο γλυκύς/ γλυκός ή το επίρρ. γλυκά, που δηλώνει ποικιλία σημασιών:1. Γλυκύτητα στη γεύση και, κατ επέκταση, σε οποιαδήποτε άλλη από τις αισθήσεις.… …   Dictionary of Greek

  • δάκτυλος — Το δάχτυλο (βλ. λ.). (Μετρ.) Πόδας κυρίως της αρχαίας, αλλά και της νεότερης μετρικής. Ο αρχαίος δ. αποτελείται από δύο στοιχεία: τη θέση (που προηγείται) και την άρση (που ακολουθεί). Από την άποψη της ποσότητας (χρονικής διάρκειας) τα δύο αυτά… …   Dictionary of Greek

  • μήνιον — μήνιον, τὸ (Α) η γλυκυσίδη*. [ΕΤΥΜΟΛ. < μήν, μηνός «μήνας», λόγω τής χρησιμότητας τού φυτού σε αστρολογικές παρατηρήσεις] …   Dictionary of Greek

  • μηνογένειον — μηνογένειον, τὸ (Α) γλυκυσίδη*. [ΕΤΥΜΟΛ. < μήν, μηνός «μήνας» + γένειον (< γενής < γένος), πρβλ. ηρι γένειον] …   Dictionary of Greek

  • ορόβαξ — ὀρόβαξ, ἡ, και ὀροβάδιον, τὸ (Α) το φυτό γλυκυσίδη*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄροβος «είδος φυτού» + επίθημα αξ (πρβλ. σκύλ αξ)] …   Dictionary of Greek

  • πεντόροβος — και πεντώροβος, ὁ, ἡ πεντόροβον, τὸ, Α 1. το φυτό γλυκυσίδη 2. αρχιτεκτονικό κόσμημα με σχήμα γλυκυσίδης. [ΕΤΥΜΟΛ. < πεντ (βλ. πεντα ) + ὄροβος «είδος οσπρίου». Ο τ. πεντώροβος με έκταση λόγω συνθέσεως] …   Dictionary of Greek

  • ՄԱՏՈՒՏԱԿ — (ի, աց.) NBH 2 0216 Chronological Sequence: Unknown date, 12c գ. γλυκεῖα, γλυκυσιδή radix dulcis, glycyside, paeonia. ռմկ. մատիտակ, մարուխ, մարախ . Բոյս՝ յորոյ վերայ իջանէ գազպէն. եւ արմատ նորա քացր յոյժ, որ վարի ʼի պէտս դեղոց: Վստկ.: Բժշկարան …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”