πρᾱνίζω

πρᾱνίζω

πρᾱνίζω, dor. statt πρηνίζω.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • πρανίζω — Α (δωρ. και αττ. τ.) βλ. πρηνίζω …   Dictionary of Greek

  • πρανιχθέντα — πρανίζω capsize aor part pass neut nom/voc/acc pl πρανίζω capsize aor part pass masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρανίζει — πρανίζω capsize pres ind mp 2nd sg πρανίζω capsize pres ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρανιχθῆναι — πρανίζω capsize aor inf pass …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπράνιξε — πρανίζω capsize aor ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρανώ — (I) Α (κατά τον Ησύχ.) «ἀκρίδος εἶδος». [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. έχει συνδεθεί με τη λ. πάρνοψ* «είδος ακρίδας»]. (II) όω, Α [πρηνής / πρᾱνής] πρανίζω* …   Dictionary of Greek

  • πρηνίζω — ΝΜΑ, δωρ. και αττ. τ. πρανίζω Α [πρηνής] νεοελλ. βάζω κάποιον με το πρόσωπο προς το έδαφος, προς τα κάτω, δηλ. πρηνηδόν, τόν πιστομίζω μσν. αρχ. 1. καταστρέφω, κατακρημνίζω κάτι («ἐπρήνιζε τὴν Εὐρυμέδοντος πόλιν», Ευφορ.) 2. παθ. πρηνίζομαι… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”