κλυστηρίδιον

κλυστηρίδιον

κλυστηρίδιον, τό, dim. zum Folgdn, Paul. Aeg.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κλυστηρίδιον — κλυστηρίδιον, τὸ (Α) μικρός κλυστήρας. [ΕΤΥΜΟΛ. < κλυστήρ + υποκορ. κατάλ. ίδιον (πρβλ. βο ΐδιον, παιγν ίδιον)] …   Dictionary of Greek

  • κλυστηριδίου — κλυστηρίδιον neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλυστηριδίων — κλυστηρίδιον neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλυστήρι — το (AM κλυστήριον) (νεοελλ. μσν.) 1. κλυστήρας* 2. κλύσμα* αρχ. κλυστηρίδιον*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κλυστήρ + υποκορ. κατάλ. ι(ον), πρβλ. ποτήρ ι(ον), ποτιστήρ ι(ον)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”