- κουρήϊος
κουρήϊος, ion. = κόρειος, jungfräulich, jugendlich, H. h. Cer. 108. Vgl. κούριος.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κουρήϊος, ion. = κόρειος, jungfräulich, jugendlich, H. h. Cer. 108. Vgl. κούριος.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κουρήιος — κουρήϊος, η, ον (Α) (επικ. τ. τού κόρειος) νεανικός, παρθενικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοῦρος (Ι) + ήϊος (πρβλ. κροκ ήϊος, χαλκ ήϊος)] … Dictionary of Greek
κουρήιον — κουρήιος youthful masc acc sg κουρήιος youthful neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κούρος — Μαρμάρινο αναθηματικό ή επιτύμβιο άγαλμα της μνημειακής ελληνικής αρχαϊκής πλαστικής, που απεικονίζει νέους σε όρθιο γυμνό. Ο εικαστικός τύπος του κ., εμπνευσμένος από αιγυπτιακά πρότυπα, εμφανίζεται όρθιος, μετωπικός, με φαρδείς ώμους, λεπτή… … Dictionary of Greek