- κουρο-βόρος
κουρο-βόρος, Knaben fressend, Kinder mordend, Aesch. Ag. 1493.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κουρο-βόρος, Knaben fressend, Kinder mordend, Aesch. Ag. 1493.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μυληβόρος — μυληβόρος, ον (Α) αυτός ο οποίος τρώγει τον σίτο ή το αλεύρι που βρίσκονται στον μύλο («μυὸς οἷα μυληβόρου», Νίκ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μύλη + βόρος (< βορά), πρβλ. κουρο βόρος] … Dictionary of Greek