- κουρο-τόκος
κουρο-τόκος, Knaben, Kinder gebärend, Eur. Suppl. 981.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κουρο-τόκος, Knaben, Kinder gebärend, Eur. Suppl. 981.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λυσιτόκος — λυσιτόκος, ον (Α) αυτός που απαλλάσσει από τις ωδίνες τού τοκετού («λυσιτόκος θέαινα», Νόνν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < λυσι * + τοκος (< τόκος < τίκτω), πρβλ. κουρο τόκος, πρωτο τόκος. Η παροξυτονία προσδίδει στον τ. ενεργ. σημ.] … Dictionary of Greek
κυοτόκος — κυοτόκος, ον (Α) αυτός που συμβαίνει κατά τον τοκετό. [ΕΤΥΜΟΛ. < κυῶ + τόκος (< τίκτω), πρβλ. θεο τόκος, κουρο τόκος] … Dictionary of Greek