- κουρεακός
κουρεακός, bartscheerermäßig, geschwätzig wie ein Barbier, λαλιά Pol. 3, 20, 5.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κουρεακός, bartscheerermäßig, geschwätzig wie ein Barbier, λαλιά Pol. 3, 20, 5.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κουρεακός — κουρεακός, ή, όν (Α) [κουρεύς] όμοιος με κουρέα, φλύαρος, πολυλογάς σαν κουρέας («οὐ γὰρ ἱστορίας ἀλλά κουρεακῆς καὶ πανδήμου λαλιᾱς ἔμοιγε δοκοῡσι τάξιν ἔχειν», Πολ.) … Dictionary of Greek
κουρεακῆς — κουρεακός gossiping fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)