- κουρεύσιμος
κουρεύσιμος, = κουρευτικός, Schol. Eur. Or. 965.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κουρεύσιμος, = κουρευτικός, Schol. Eur. Or. 965.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κουρεύσιμος — κουρεύσιμος, ίμη, ον (Α) ο κατάλληλος να κουρεύει, αυτός με τον οποίο γίνεται το κούρεμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < *κουρεύω + σιμος (πρβλ. εργά σιμος)] … Dictionary of Greek