κουρευτής

κουρευτής

κουρευτής, , Sp. = κουρεύς.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κουρευτής — ο (ΑM κουρευτής, οῡ, Α θηλ. κουρεύτρια) [κουρεύς] αυτός που κόβει τα μαλλιά ανθρώπων ή κουρεύει το τρίχωμα ζώων …   Dictionary of Greek

  • κουρευταί — κουρευτής barber masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εριοκάρτης — ἐριοκάρτης, ὁ (Α) αυτός που κουρεύει τα έρια, τα μαλλιά τών ζώων, ο κουρευτής. [ΕΤΥΜΟΛ. < έριο( ν) + κάρτης < καρτός (κείρω) «αυτός που μπορεί κάποιος να τόν κόψει, λείος»] …   Dictionary of Greek

  • κουρευτικός — ή, ό (Α κουρευτικός, ή, όν) [κουρευτής] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο κούρεμα, αυτός με τον οποίο γίνεται το κούρεμα («κουρευτικά μαχαιρίδια», Ολυμπ.) νεοελλ. 1. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα κουρευτικά η αμοιβή τού κουρέα, τού κουρευτή 2. φρ.… …   Dictionary of Greek

  • κουρεύτρια — κουρεύτρια, ἡ (Α) βλ. κουρευτής …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”