- γλυπτήρ
γλυπτήρ, ῆρος, ὁ, = folgdm; σιδήρεος Schnitzmesser, Iul. Aeg. 11 (VI, 68).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
γλυπτήρ, ῆρος, ὁ, = folgdm; σιδήρεος Schnitzmesser, Iul. Aeg. 11 (VI, 68).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
γλυπτήρ — ο βλ. γλυφτήρι … Dictionary of Greek
γλυπτῆρα — γλυπτήρ graving tool masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
SCALPELLUM Scriptorium — quô calami ad scribendum olim aptabantur et temperabantur, γλύφανον Graecis dictum est, quae vox alias caelum notat, quô argentarii operantur. Sed et γλυπτὴρ, et γλυφέυς et γλυφὶς. Nam γλύφειν κάλαμον dicebant, qui acuebatur: alias ὀξυν´ειν. Unde … Hofmann J. Lexicon universale
γλυφτήρι — και γλυπτήρι, το (Α γλυπτήρ, ο) [γλύφω] εργαλείο για λάξευση, σμίλη … Dictionary of Greek