- κητήνη
κητήνη, ἡ, nach Hesych. πλοῖον μέγα ὡς κῆτος.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κητήνη, ἡ, nach Hesych. πλοῖον μέγα ὡς κῆτος.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κητήνη — (Α) (κατά τον Ησύχ.) «πλοῑον μέγα ὡς κῆτος». [ΕΤΥΜΟΛ. < κῆτος, πιθ. κατά το απήνη «τετράτροχη άμαξα»] … Dictionary of Greek
ANDROMEDA — I. ANDROMEDA Cephei Aethiopum Regis, et Cassiopes filia, ob matris superbiam, quae se Nereidas formâ superare gloriabatur, a Nymphis faxo alligata fuit, et ceto marino monstro exposita: postea tamen a Perseo in patriam revertente, occisô prius… … Hofmann J. Lexicon universale
άκατος — Μικρό ταχύπλοο σκάφος, με ή χωρίς κατάστρωμα, που χρησιμοποιείται στα πολεμικά πλοία για τη μεταφορά φορτίων ή ανθρώπων, όταν δεν είναι δυνατή η πρόσδεση των καραβιών στην αποβάθρα. Οι ά. κρεμιούνται με ειδικά ανυψωτικά μηχανήματα περιμετρικά,… … Dictionary of Greek
κήτος — Βλ. λ. κητώδη. * * * το (ΑΜ κῆτος) 1. γενική ονομασία θαλάσσιων ψαριών μεγάλου μεγέθους ή μεγάλων υδρόβιων θηλαστικών τής τάξης τών κητωδών, θαλάσσιο θηρίο («δελφῑνάς τε κύνας τε, καὶ εἲ πόθι μεῑζον ἕλῃσι κῆτος», Ομ. Οδ.) 2. (ως κύριο όν. Κήτος… … Dictionary of Greek