- κοτίζω
κοτίζω, = κοτέω, Hesych., wenn nicht κοτίσῃ in κοτήσῃ zu ändern ist.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κοτίζω, = κοτέω, Hesych., wenn nicht κοτίσῃ in κοτήσῃ zu ändern ist.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κοτίζω — (Α) [κότος] (κατά τον Ησύχ.) οργίζομαι … Dictionary of Greek
κότος — κότος, ὁ (Α) διαρκής οργή, έχθρα, μίσος, μνησικακία («ὅ τοι κότον ἔνθετο θυμῷ», Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. ανάγεται πιθ. σε θέμα κοτεσ ουδ. ουσ. (*κότος, το), πρβλ. κοτέσ σασθαι (αόρ. τού κοτέω), οπότε συνδέεται με κελτικές και… … Dictionary of Greek