- κοτέω
κοτέω, Groll (κότος) hegen, zürnen; absol., οὐδ' ὄϑομαι κοτέοντος Il. 1, 180, wie 23, 391; τῆςδ' ἀπάτης κοτέων, über den Betrug zürnend, 4, 167; auch λέοντε δύω ἀμφὶ κταμένης ἐλάφοιο ἀλλήλοις κοτέοντε, Hes. Sc. 402; c. dat., κεραμεὺς κεραμεῖ κοτέει, dem folgdn φϑονέω entsprechend, mißgünstig, neidisch sein, O. 25; κεκοτηότι ϑυμῷ, Od. 9, 501. 19, 71 u. sp. D., wie Ap. Rh.; κεκοτηότε δηριάασϑον 2, 89; sonst nur noch aor. κοτέσασα, H. h. Cer. 254. – Häufiger im med.; τῷ δ' ἄρ' Ἀχαιοὶ ἐκπάγλως κοτέοντο νεμέσσηϑέν τ' ἐνὶ ϑυμῷ Il. 2, 223; aor. ἐκοτεσσάμην, ich gerieth in Zorn; c. dat., οὐκ ὄφελον Τρώεσσι κοτεσσαμένη κακὰ ῥάψαι Il. 18, 367; Τυδέος υἷϊ κοτέσσατο Φοῖβος 23, 383, vgl. 5, 177 Od. 5, 146; auch κοτεσσαμένη τόγε ϑυμῷ, οὕνεκα, darüber in Zorn gerathen, daß, Iliad. 14, 191; Iliad. 5, 747. 8, 391 Odyss. 1, 101 ἔγχος βριϑὺ μέγα στιβαρόν, τῷ δάμνησι στίχας ἀνδρῶν ἡρώων, τοῖσίν τε κοτέσσεται ὀβριμοπάτρη, die Heroen, gegen welche sie in Zorn gerathen ist; κοτέσσεται nicht futur., sondern conjunct. aor., τοῖσίν τε κοτέσσεται = οἷς ἂν κοτέσηται, Bedingungssatz.
http://www.zeno.org/Pape-1880.