- κοτεινός
κοτεινός, grollend, zürnend, ψόγος, nach Böckh's Verbesserung für σκοτεινός, Pind. N. 7, 61.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κοτεινός, grollend, zürnend, ψόγος, nach Böckh's Verbesserung für σκοτεινός, Pind. N. 7, 61.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κοτεινός — κοτεινός, ή, όν (Α) κοτήεις*, γεμάτος οργή και έχθρα, φθονερός, εκδικητικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < κότος «οργή, έχθρα» + επίθημα εινός (πρβλ. σκοτ εινός, υγι εινός)] … Dictionary of Greek
κότος — κότος, ὁ (Α) διαρκής οργή, έχθρα, μίσος, μνησικακία («ὅ τοι κότον ἔνθετο θυμῷ», Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. ανάγεται πιθ. σε θέμα κοτεσ ουδ. ουσ. (*κότος, το), πρβλ. κοτέσ σασθαι (αόρ. τού κοτέω), οπότε συνδέεται με κελτικές και… … Dictionary of Greek