- κοτόεις
κοτόεις, = κοτήεις; E. M. 34, 56; B. A. 602, 26.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κοτόεις, = κοτήεις; E. M. 34, 56; B. A. 602, 26.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κοτόεις — κοτόεις, εσσα, εν (Α) βλ. κοτήεις … Dictionary of Greek
κοτόεις — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοτήεις — και κοτόεις, εσσα, εν (Α) γεμάτος οργή και έχθρα, οργισμένος, φθονερός, εκδικητικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < κότος «οργή, έχθρα» + επίθημα ήεις / όεις (πρβλ. δενδρ ήεις / κυκλ όεις)] … Dictionary of Greek
κότος — κότος, ὁ (Α) διαρκής οργή, έχθρα, μίσος, μνησικακία («ὅ τοι κότον ἔνθετο θυμῷ», Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. ανάγεται πιθ. σε θέμα κοτεσ ουδ. ουσ. (*κότος, το), πρβλ. κοτέσ σασθαι (αόρ. τού κοτέω), οπότε συνδέεται με κελτικές και… … Dictionary of Greek