- κοτυλίσκη
κοτυλίσκη, ἡ, dasselbe, Phereer. bei Ath. XI, 479 b.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κοτυλίσκη, ἡ, dasselbe, Phereer. bei Ath. XI, 479 b.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κοτυλίσκη — κοτυλίσκη, ἡ (Α) ο κοτυλίσκος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοτύλη + υποκορ. κατάλ. ίσκη (πρβλ. παδ ίσκη, φιαλ ίσκη)] … Dictionary of Greek
κοτυλίσκη — little cup fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοτυλίσκην — κοτυλίσκη little cup fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοτύλη — Ονομασία δύο οικισμών. 1. Πεδινός οικισμός (υψόμ. 90 μ., 40 κάτ.) του νομού Κιλκίς. Βρίσκεται στο δυτικό τμήμα του νομού, 25 χλμ. Δ της πόλης του Κιλκίς. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Πολυκάστρου. 2. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 580 μ., 456 κάτ.) του… … Dictionary of Greek