- γη-τρεφής
γη-τρεφής, ές, von der Erde ernährt, Conj. Markl. Eur. Suppl. 217.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
γη-τρεφής, ές, von der Erde ernährt, Conj. Markl. Eur. Suppl. 217.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τρέφῃς — τρέφω thicken pres subj act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζατρεφής — ζατρεφής, ές (Α) καλοθρεμμένος, παχύς («ταύρων ζατρεφέων», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ζα * + τρεφής (< τρέφω), πρβλ. αρτι τρεφής, πολυ τρεφής] … Dictionary of Greek
θεοτρεφής — θεοτρεφής, ές (Α) αυτός που τρέφει τους θεούς («θεοτρεφὴς ἀμβροσίη»). [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + τρεφής (< τρέφος < τρέφω), πρβλ. αλι τρεφής, χθονο τρεφής] … Dictionary of Greek
κηριτρεφής — κηριτρεφής, ές (Α) 1. αυτός που γεννήθηκε και ανατράφηκε σε αθλιότητα («ὑπὲρ κεφαλῆς κηριτρεφέων ἀνθρώπων», Ησίοδ.) 2. αυτός που φθείρει την υγεία, αυτός που θανατώνει. [ΕΤΥΜΟΛ. < κηρι (< κήρ [Ι]) + τρεφής (τρέφος < τρέφω), πρβλ. ανεμο… … Dictionary of Greek
πυριτρεφής — ές, ΜΑ αυτός που τράφηκε στη φωτιά ή από τη φωτιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < πυρι (βλ. λ. πυρ) + τρεφής (< τρέφος, το < τρέφω), πρβλ. ανεμο τρεφής, υδατο τρεφής] … Dictionary of Greek
τρέφος — ους, τὸ, Α θρέμμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τρέφ τού τρέφω*, απ όπου τα σύνθ. σε τρεφής (πρβλ. ἀνεμο τρεφής, ἁπαλο τρεφής)] … Dictionary of Greek
χθονοτρεφής — ές, Α αυτός που τρέφεται από τη γη. [ΕΤΥΜΟΛ. < χθών, χθονός + τρεφής (< τρέφω), πρβλ. ἀνεμο τρεφής, ὑδατο τρεφής] … Dictionary of Greek
ευτρεφής — εὐτρεφής, και επικ. τ. ἐϋτρεφής, ές (Α) 1. ευτραφής, καλοθρεμμένος 2. θρεπτικός, αυτός που τρέφει καλά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + τρεφής (< τρέφω), πρβλ. πολυ τρεφής] … Dictionary of Greek
μυελοτρεφής — μυελοτρεφής, ές (Α) αυτός που τρέφεται ή έχει τραφεί με μυελό. [ΕΤΥΜΟΛ. < μυελός + τρεφής (< τρέφω), πρβλ. μηρο τρεφής] … Dictionary of Greek
νεοτρεφής — νεοτρεφής, ές (Α) 1. αυτός που μόλις πήρε τροφή, δηλ. ο νεογέννητος 2. αυτός που φύτρωσε πρόσφατα. [ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο) * + τρεφής (< τρέφω), πρβλ. πολυ τρεφής] … Dictionary of Greek
ολιγοτρεφής — ὀλιγοτρεφής, ές (ΑΜ) λιπόσαρκος, ισχνός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀλιγ(ο) (βλ. λ. λιγο ) + τρεφής (< τρέφος < τρέφω), πρβλ. απαλο τρεφής] … Dictionary of Greek