κοσμήτειρα

κοσμήτειρα

κοσμήτειρα, , tem. zu κοσμητήρ, Orph. H. 9, 8. – In Ephesus eine weibliche Obrigkeit, Inscr.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κοσμήτειρα — κοσμήτειρα, ἡ (Α) βλ. κοσμητήρ …   Dictionary of Greek

  • κοσμήτειρα — a female magistrate fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοσμητήρ — κοσμητήρ, ῆρος, ὁ, θηλ. κοσμήτειρα (Α) [κοσμώ] 1. αυτός που διευθύνει, αρχηγός 2. (στον Ίτανο) τίτλος επώνυμου άρχοντα 3. φρ. «κοσμήτειρα τῆς Ἀρτέμιδος» τίτλος γυναίκας αξιωματούχου στην Έφεσο …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”