- κοσμίζω
κοσμίζω, = κοσμέω, bei Hesych., fegen.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κοσμίζω, = κοσμέω, bei Hesych., fegen.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κοσμίζω — (I) κοσμίζω (ΑM) στολίζω αρχ. καθαρίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < κόσμος «στολισμός, τάξη»]. (II) κοσμίζω (Μ) [κόσμος] (για κληρικό) αποσχηματίζομαι, αποβάλλω το μοναχικό σχήμα … Dictionary of Greek
κόσμος — I Τίτλος διαφόρων εφημερίδων και περιοδικών. 1. Περιοδικό που εκδόθηκε στην Αθήνα από τον Κ. Σταθόπουλο το 1861. 2. Περιοδικό που εκδόθηκε στην Κωνσταντινούπολη από τους Μ. Καλλέργη και Ι. Τανταλίδη το 1882. 3. Περιοδικό που εκδόθηκε στην Αθήνα… … Dictionary of Greek
συγκοσμίζω — Μ αποδίδω λατρεία σε κάποιον συγχρόνως με κάποιον άλλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + κοσμίζω «στολίζω, καθαρίζω» (< κόσμος)] … Dictionary of Greek