- κοσμάριον
κοσμάριον, τό, dim. von κόσμος, kleiner Schmuck; Ath. XI, 474 e; Hesych.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κοσμάριον, τό, dim. von κόσμος, kleiner Schmuck; Ath. XI, 474 e; Hesych.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κοσμάριον — κοσμάριον, τὸ (Α) μικρό κόσμημα, κοσμηματάκι. [ΕΤΥΜΟΛ. < κόσμος «στόλισμα, στολίδι» + υποκορ. κατάλ. άριον*] … Dictionary of Greek
κοσμάριον — neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοσμαρίω — κοσμάριον neut nom/voc/acc dual κοσμάριον neut gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοσμαρίου — κοσμάριον neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοσμάρια — κοσμάριον neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καμάρα — Ονομασία εννέα οικισμών. 1. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 560 μ., 287 κάτ.) στην πρώην επαρχία Μεγαλοπόλεως του νομού Αρκαδίας. Βρίσκεται στο νότιο άκρο του νομού, 59 χλμ. ΝΔ της Τρίπολης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Φαλαισίας. 2. Ημιορεινός οικισμός … Dictionary of Greek
κόσμος — I Τίτλος διαφόρων εφημερίδων και περιοδικών. 1. Περιοδικό που εκδόθηκε στην Αθήνα από τον Κ. Σταθόπουλο το 1861. 2. Περιοδικό που εκδόθηκε στην Κωνσταντινούπολη από τους Μ. Καλλέργη και Ι. Τανταλίδη το 1882. 3. Περιοδικό που εκδόθηκε στην Αθήνα… … Dictionary of Greek
περιστέρι — I Κοινό όνομα διάφορων Περιστερόμορφων με σώμα μάλλον ογκώδες. Το κεφάλι είναι μικρό και καμπύλο, ενώ το κοντό ράμφος παρουσιάζει στενότητα στη μέση και έχει βάση μεμβρανώδη, μαλακή, όπου ανοίγονται οι διαμήκεις σχισμές των ρουθουνιών. Ο πτέρυγες … Dictionary of Greek
τεγείδιον — τὸ, Α (κατά τον Ησύχ.) «κοσμάριον ποιὸν γυναικεῑον» … Dictionary of Greek