- κοσμ-ολέτης
κοσμ-ολέτης, ὁ, dasselbe, K. S.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κοσμ-ολέτης, ὁ, dasselbe, K. S.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κοσμολέτης — κοσμολέτης, ὁ, θηλ. κοσμολέτειρα (ΑM) ως επίθ. αυτός που προξενεί καταστροφή στον κόσμο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοσμ(ο) * + ολέτης (< ὀλέτης < ὄλλυμι «καταστρέφω»), πρβλ. ανδρ ολέτης, θηρ ολέτης] … Dictionary of Greek