- κοσμο-κίνητος
κοσμο-κίνητος, in der Welt bewegt, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κοσμο-κίνητος, in der Welt bewegt, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κοσμοκίνητος — κοσμοκίνητος, ον (Μ) αυτός που κινείται στον κόσμο, στο σύμπαν. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοσμ(ο) * + κίνητος (< κινῶ), πρβλ. ατμο κίνητος, ποδο κίνητος] … Dictionary of Greek
τροχός — Μηχανικό όργανο σε σχήμα κύκλου, που περιστρέφεται μαζί ή γύρω από τον άξονά του. Η τεχνική χρησιμοποίηση της περιστροφικής κίνησης, που έφερε προόδους ανυπολόγιστης σημασίας στον ανθρώπινο πολιτισμό είναι τόσο παλιά, ώστε γεννά άλυτα προβλήματα… … Dictionary of Greek
αστρολάβος ή αστρολάβιον — Παλαιό όργανο παρατήρησης των αστέρων. Επινοήθηκε από τους αρχαίους Έλληνες και το αποτελούσαν ένας ή περισσότεροι κύκλοι και ένας κινητός βραχίονας που επέτρεπε τον προσδιορισμό του ύψους των ουράνιων σωμάτων. O α. στην πιο απλή μορφή του είναι… … Dictionary of Greek