- κοσμο-γονία
κοσμο-γονία, ἡ, Weltentstehung, Weltschöpfung, die ältere u. bessere Form für κοσμογένεια; eine Schrift des Parmenides mit diesem Titel erwähnt Plut. amator. 13.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κοσμο-γονία, ἡ, Weltentstehung, Weltschöpfung, die ältere u. bessere Form für κοσμογένεια; eine Schrift des Parmenides mit diesem Titel erwähnt Plut. amator. 13.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θηλεογονία — θηλεογονία, ἡ (Α) βλ. θηλυγονία. [ΕΤΥΜΟΛ. < θηλεο (< θήλυς, γεν. θήλεος) + γονία ( γόνος < γίγνομαι), πρβλ. θεο γονία, κοσμο γονία] … Dictionary of Greek
ιδιογονία — ἰδιογονία, ἡ (Α) το να γεννά κάποιος άτομα μόνο τού δικού του γένους, χωρίς ανάμιξη άλλων γενών. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιδιο * + γονια ( γονος < γίγνομαι), πρβλ. θεο γονία, κοσμο γονία] … Dictionary of Greek
χειρογονία — ἡ, Α προσωνυμία τής Περσεφόνης. [ΕΤΥΜΟΛ. < χειρ(ο) * + γονία (< γόνος < γόνος < γίγνομαι), πρβλ. κοσμο γονία] … Dictionary of Greek