- κοσμο-κτίστωρ
κοσμο-κτίστωρ, ορος, ὁ, Weltgründer, Weltschöpfer, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κοσμο-κτίστωρ, ορος, ὁ, Weltgründer, Weltschöpfer, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κτίζω — και χτίζω (AM κτίζω) 1. (για πόλη) ανεγείρω, ιδρύω, θεμελιώνω (α. «κτιζομένη πόλις», Φιλόδ. β. «ο Μέγας Αλέξανδρος έκτισε την Αλεξάνδρεια» γ. «Πάμμιλον πέμψαντες Σελινοῡντα κτίζουσι», Θουκ. δ. «Σμύρνην τὴν ἀπὸ Κολοφώνος κτισθεῑσαν», Ηρόδ.) 2.… … Dictionary of Greek