- κοσμο-κράτωρ
κοσμο-κράτωρ, ορος, ὁ, der Weltbeherrscher, Weltregierer, Orph. H. 4, 3 u. a. Sp., bes. K. S.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κοσμο-κράτωρ, ορος, ὁ, der Weltbeherrscher, Weltregierer, Orph. H. 4, 3 u. a. Sp., bes. K. S.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
Ιπποκράτωρ — Ἱπποκράτωρ, ορος, ὁ (Α) ο αστερισμός τού Κενταύρου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο) * + κράτωρ (< κράτος), πρβλ. κοσμο κράτωρ, τριαινο κράτωρ] … Dictionary of Greek
καρδιοκράτωρ — καρδιοκράτωρ, ορος, ὁ (Μ) αυτός που κρατά, που εξετάζει τις καρδιές, ο κυρίαρχος τών καρδιών. [ΕΤΥΜΟΛ. < καρδι(ο) * + κράτωρ (πρβλ. ακτινο κράτωρ, κοσμο κράτωρ)] … Dictionary of Greek
κοσμοκράτορας — ο, θηλ. κοσμοκράτειρα (ΑM κοσμοκράτωρ, ορος) αυτός που κυριαρχεί σε όλο ή σχεδόν σε όλο τον κόσμο, εξουσιαστής τού κόσμου, κυβερνήτης τού κόσμου («η κοσμοκράτειρα Ρώμη») μσν. (κολακευτικά) ο αυτοκράτορας αρχ. 1. (για πλανήτη) αυτός που διευθύνει… … Dictionary of Greek
ιδιοκρατορία — ἰδιοκρατορία, ἡ (Μ) αυτονομία, ανεξάρτητη διακυβέρνηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < ίδιο * + κρατορία (< κράτωρ, βλ. αυτοκράτωρ), πρβλ. θαλασσο κρατορία, κοσμο κρατορία] … Dictionary of Greek
κλειδοκράτορας — ο, θηλ. κλειδοκρατόρισσα 1. ο υπεύθυνος να κρατάει τα κλειδιά, ο κλειδούχος 2. (ειδ.) αυτός που ενεργεί το άνοιγμα και το κλείσιμο τών στροφίγγων παροχής τού νερού σε ένα δίκτυο υδρεύσεως με σωλήνες, κν. νεροκράτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < κλειδί +… … Dictionary of Greek