- κοσμο-πλάστης
κοσμο-πλάστης, ὁ, der Weltbildner, -schöpfer, Philo.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κοσμο-πλάστης, ὁ, der Weltbildner, -schöpfer, Philo.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κοροπλάστης — ο (Α κοροπλάστης) ο κοροπλάθος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κόρη + συνδετικό φωνήεν ο + πλάστης (< πλάστης < πλάσσω), πρβλ. κηρο πλάστης, κοσμο πλάστης] … Dictionary of Greek
κοσμοποιός — κοσμοποιός, oν (ΑM) αυτός που δημιουργεί τον κόσμο («κοσμοποιὸς Θεός», Θεολ.) αρχ. το αρσ. ως ουσ. ὁ κοσμοποιός ο πλάστης τού κόσμου. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοσμ(ο) * + ποιός (< ποιῶ), πρβλ. ζωο ποιός, θεο ποιός] … Dictionary of Greek
μύθος — Παραδοσιακή αφήγηση ενός λαού, στην οποία αποδίδονται ιδιαίτερες αξίες ιερού χαρακτήρα. Ο όρος, τον οποίο οι αρχαίοι Έλληνες χρησιμοποιούσαν για τις φανταστικές διηγήσεις, υποδηλώνει μέχρι σήμερα την πιθανότητα και την αντικειμενική αναξιοπιστία… … Dictionary of Greek