κοσμο-πληθής

κοσμο-πληθής

κοσμο-πληθής, ές, die Welt erfüllend, Sp.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κενταυροπληθής — κενταυροπληθής, ές (Α) αυτός που έχει πλήθος κενταύρων, αυτός στον οποίο μετέχει πλήθος κενταύρων («κενταυροπληθῆ πόλεμον», Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κένταυρος + πληθής (< πλῆθος), πρβλ. αστερο πληθής, κοσμο πληθής] …   Dictionary of Greek

  • πυριπληθής — ές, Α γεμάτος από φωτιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < πυρι (βλ. λ. πυρ) + πληθής (< πλῆθος < πίμπλημι), πρβλ. κοσμο πληθής, οινο πληθής] …   Dictionary of Greek

  • χειροπληθής — και χεροπληθής, ές, ΜΑ μσν. φρ. «ἀλφίτων χειροπληθές» μια χούφτα αλεύρι αρχ. τόσο μεγάλος ώστε να γεμίζει την παλάμη κάποιου, να μπορεί κανείς να τόν κρατήσει στην παλάμη του (α. «χειροπληθεῑς λίθοι», Ξεν. β. «χειροπληθής κορύνη», Θεόκρ. γ.… …   Dictionary of Greek

  • κοσμοπληθής — κοσμοπληθής, ές (Α) αυτός που γεμίζει όλο τον κόσμο («ἐν τῷ κοσμοπληθεῑ κατακλυσμῷ», ΠΔ). [ΕΤΥΜΟΛ. < κοσμ(ο) * + πληθής (< πλῆθος), πρβλ. θυμο πληθής, οινο πληθής] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”