- κοσμ-αγωγός
κοσμ-αγωγός, dasselbe, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κοσμ-αγωγός, dasselbe, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κοσμαγωγός — κοσμαγωγός, όν (Μ) 1. (για πλοίο) αυτός που μεταφέρει κόσμο, επιβατηγός 2. αυτός που οδηγεί τον κόσμο, ο κοσμαγός*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοσμ(ο)* + ἀγωγός (< ἄγω), πρβλ. οχλ αγωγός, υδρ αγωγός] … Dictionary of Greek