κοσμικός

κοσμικός

κοσμικός, was zur Welt gehört, sie betrifft; τὰ κοσμικὰ πάντα Arist. phys. 2, 4; Sp. Bei den K. S. = weltlich, im Ggstz des Geistlichen, des die Geistlichkeit Betreffenden; auch = irdisch, vergänglich.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κοσμικός — of the world masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοσμικός — ή, ό (ΑM κοσμικός, ή, όν) [κόσμος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον κόσμο, στο σύμπαν (α. [στην πυθαγόρεια φιλοσοφία] «κοσμική μουσική» το σύνολο τών διακεχυμένων στο σύμπαν αρμονιών β. «τ οὐρανοῡ δὲ καὶ τῶν κοσμικῶν πάντων», Αριστοτ.) 2.… …   Dictionary of Greek

  • κοσμικός — ή, ό επίρρ. ά 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον κόσμο: Το σύγγραμμμα αυτό αναφέρεται στο κοσμικό σύστημα. 2. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στις καλές τάξεις της κοινωνίας: Τη χαρακτηρίζουν κοσμικοί τρόποι. 3. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κοσμικά — κοσμικός of the world neut nom/voc/acc pl κοσμικά̱ , κοσμικός of the world fem nom/voc/acc dual κοσμικά̱ , κοσμικός of the world fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοσμικώτερον — κοσμικός of the world adverbial comp κοσμικός of the world masc acc comp sg κοσμικός of the world neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοσμικωτέρων — κοσμικός of the world fem gen comp pl κοσμικός of the world masc/neut gen comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοσμικῶν — κοσμικός of the world fem gen pl κοσμικός of the world masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοσμικόν — κοσμικός of the world masc acc sg κοσμικός of the world neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοσμικαῖς — κοσμικός of the world fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοσμικαί — κοσμικός of the world fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοσμικοῖς — κοσμικός of the world masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”