- κοσκίνιον
κοσκίνιον, τό, dim. zu κόσκινον, Ath. XIV, 647 f.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κοσκίνιον, τό, dim. zu κόσκινον, Ath. XIV, 647 f.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κοσκίνιο — κοσκίνιον τὸ (Α) [κόσκινον] μικρό κόσκινο, κοσκινάκι … Dictionary of Greek
κοσκίνια — κοσκίνιον neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κόσκινο — Όργανο που αποτελείται από ένα πλαίσιο και από έναν πυθμένα δικτυωτό ή από διάτρητο έλασμα. Χρησιμοποιείται για να διαχωρίζονται από μια μάζα ασύνδετων σωμάτων στοιχεία ή κόκκοι με διαστάσεις μικρότερες από αυτές των οπών του πυθμένα. Για… … Dictionary of Greek