κοσκινίζω

κοσκινίζω

κοσκινίζω, = κοσκινεύω, Diosc. u. a. Sp.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κοσκινίζω — thrash pres subj act 1st sg κοσκινίζω thrash pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοσκινίζω — κοσκινίζω, κοσκίνισα βλ. πίν. 33 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • κοσκινίζω — και κοσκινάω κοσκίνισα, κοσκινίστηκα, κοσκινισμένος 1. καθαρίζω κάτι με το κόσκινο, κρησαρίζω. 2. εξετάζω με κάθε λεπτομέρεια …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κοσκινίζω — και κοσκινάω (ΑM κοσκινίζω) [κόσκινον] διαχωρίζω λεπτά μόρια ή κόκκους ενός υλικού από άλλα χοντρότερα, καθαρίζω αλεύρι, όσπρια ή άλλα υλικά με παλμικές κινήσεις χρησιμοποιώντας το κόσκινο νεοελλ. 1. εξετάζω λεπτομερώς, πολυεξετάζω («πολύ τήν… …   Dictionary of Greek

  • κεκοσκινισμένα — κοσκινίζω thrash perf part mp neut nom/voc/acc pl κεκοσκινισμένᾱ , κοσκινίζω thrash perf part mp fem nom/voc/acc dual κεκοσκινισμένᾱ , κοσκινίζω thrash perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κεκοσκινισμένον — κοσκινίζω thrash perf part mp masc acc sg κοσκινίζω thrash perf part mp neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κεκοσκινισμένων — κοσκινίζω thrash perf part mp fem gen pl κοσκινίζω thrash perf part mp masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοσκινιζομένων — κοσκινίζω thrash pres part mp fem gen pl κοσκινίζω thrash pres part mp masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοσκινισθέντα — κοσκινίζω thrash aor part pass neut nom/voc/acc pl κοσκινίζω thrash aor part pass masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοσκινίζει — κοσκινίζω thrash pres ind mp 2nd sg κοσκινίζω thrash pres ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοσκινίσαι — κοσκινίζω thrash aor inf act κοσκινίσαῑ , κοσκινίζω thrash aor opt act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”