- κοσμό-φρων
κοσμό-φρων, weltlich gesinnt, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κοσμό-φρων, weltlich gesinnt, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
χαλώ — χαλῶ, άω, ΝΜΑ, και χαλνώ, άω, Ν, και χαλάζω και χαλαίνω Α ναυτ. κατεβάζω ιστίο ή σημαία νεοελλ. μσν. 1. επιφέρω βλάβη στην κανονική λειτουργία ενός συστήματος («τό χάλασες το ρολόι») 2. καταστρέφω 3. (σχετικά με κτίσμα) κατεδαφίζω, γκρεμίζω (α.… … Dictionary of Greek