κοστάριον, τό, = Folgdm, Strab. XVI, 784.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κοστάριον — κοστάριον, τὸ (Α) [κόστος (Ι)] πιθ. η αρωματική ρίζα τού κόστου* … Dictionary of Greek
κοστάρια — κοστάριον neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)