- κοσσύμβη
κοσσύμβη u. ä, s. κοσύμβη.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κοσσύμβη u. ä, s. κοσύμβη.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κοσσύμβη — κοσσύμβη, ἡ (Α) βλ. κοσύμβη … Dictionary of Greek
κοσύμβη — και κοσσύμβη, ἡ (Α) 1. κρωβύλος 2. δασύμαλλο ποιμενικό επανωφόρι 3. κράσπεδο φορέματος 4. (κατά τον Ησύχ.) «ἀνάδεσμα, ἐγκόμβωμα, περίζωμα Αἰγύπτιον, ὅπερ αἱ Κρῆσσαι φοροῡσιν ὅμοιον ἀσπιδίσκω» 5. (κατά το Μέγα Ετυμολ.) «ἐξωμίς χιτὼν ἅμα τε καὶ… … Dictionary of Greek