- κορώνιον
κορώνιον, τό, eine Pflanze, Diosc.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κορώνιον, τό, eine Pflanze, Diosc.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κορώνιον — κορώνιος with crumpled horns masc/fem acc sg κορώνιος with crumpled horns neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κορώνιος — κορώνιος, ον (Α) [κορώνη] 1. αυτός που έχει καμπύλα κέρατα 2. (το αρσ. ως κύριο όν.) ὁ Κορώνιος (ενν. μήν) ονομασία μήνα στην Κνωσό 3. το ουδ. ως ουσ. τὸ κορώνιον είδος φυτού … Dictionary of Greek