κορώνισμα

κορώνισμα

κορώνισμα, τό, das Krähenlied, welches die κορωνισταί abfangen, Hesych.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κορώνισμα — κορώνισμα, τὸ (Α) επαιτικό άσμα που τραγουδιόταν από πλανόδιους οι οποίοι περιέφεραν στους δρόμους το πτηνό κορώνη με σκοπό να μαζέψουν χρήματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κορωνίζω με τη σημ. 2.] …   Dictionary of Greek

  • κορωνίσματα — κορώνισμα crow song neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κορώνη — I Μεγάλος παράλιος οικισμός (υψόμ. 20 μ., 1.668 κάτ.) στην πρώην επαρχία Πυλίας του νομού Μεσσηνίας. Βρίσκεται στο νότιο άκρο της δυτικής ακτής του Μεσσηνιακού κόλπου, 52 χλμ. ΝΔ της Καλαμάτας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Κορώνης. Ιστορία. Η Κ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”