- κορᾱσίδιον
κορᾱσίδιον, τό, = Folgdm, Arr. Epict. 1, 18, 22.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κορᾱσίδιον, τό, = Folgdm, Arr. Epict. 1, 18, 22.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κορασίδιον — κορασίδιον, τὸ (Α) μικρή κόρη, κοπελίτσα, κοριτσάκι. [ΕΤΥΜΟΛ. < κορασίς, ίδ ος + υποκορ. κατάλ. ιον (πρβλ. ομμάτ ιον, πόδ ιον)] … Dictionary of Greek
κορασίδιον — neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κορασιδίοις — κορασίδιον neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κορασιδίου — κορασίδιον neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κορασιδίῳ — κορασίδιον neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)